ἀποσχεδιάζω: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(5) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποσχεδιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αυτοσχεδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] ή [[γράφω]] με [[προχειρότητα]]. | |mltxt=[[ἀποσχεδιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αυτοσχεδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] ή [[γράφω]] με [[προχειρότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσχεδιάζω:''' <b class="num">1)</b> делать наскоро: [[νόμος]] ἀπεσχεδιασμένος Arst. наспех составленный закон;<br /><b class="num">2)</b> вскользь говорить или писать (περί τινος Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A = αὐτοσχεδιάζω, make off hand, νόμος ἀπεσχεδιασμένος Arist.EN1129b25, cf. Ael.Tact.21.2. 2 act off hand or at random, τὰ πολλά Jul.Ep.89a, cf. Sch.Ar.Pax990, etc. 3 write off hand, περί τινος Plb.12.3.7; extemporize, Ath.3.125c, Philostr. VA5.37:—Pass., τὰ μυθικῶς -εσχεδιασμένα Phld.Sign.38.
German (Pape)
[Seite 329] aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung, flüchtig etwas thun, νόμος ἀπεσχεδιασμένος, flüchtig entworfen, Ggstz εὖ κείμενος Arist. Eth. Nic. 5, 3; bes. so sprechen, περί τινων Pol. 12, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχεδιάζω: μέλλ. -άσω, = αὐτοσχεδιάζω, ποιῶ τι ἐκ τοῦ προχείρου, νόμος ἀπεσχεδιασμένος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. 2) πράττω τι εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν, Ἰουλιαν. 453Β, Σχόλ. κτλ. 3) γράφω ἐκ τοῦ προχείρου, περί τινος Πολύβ. 12. 3, 7: ἐξ αὐτοσχεδίου λέγω, ὁμιλῶ ἐξ ὑπογυίου, ἐκ τοῦ παραυτίκα, Ἀθήν. 125C, Φιλόστρ. 222.
Spanish (DGE)
1 en gener. hacer algo sin cálculo, improvisar c. ac. τὰ πολλά Iul.Ep.89a.453b, en v. pas. ὁ (νόμος) ἀπεσχεδιασμένος Arist.EN 1129b25, cf. Ael.Tact.21.2.
2 ref. a suj. como ‘escritores’, ‘poetas’ componer improvisadamente c. ac. ῥᾷστα Philostr.VS 492 (= Gorg.A 1), τὸ ἐπίγραμμα Callistr.Arist.3
•c. otros giros περὶ τῶν κατὰ Λιβύην Plb.12.3.7, ἀπεσχεδίαζεν ἐν τοῖς ἔπεσιν, συνεχῶς ἀνυμνῶν Them.Or.6.77d, οἱ δὲ ποιηταὶ πολλάκις ἀποσχεδιάζουσιν εἰς τοὺς χρόνους Sch.Ar.Pax 920
•part. pas. subst. τὰ μυθικῶς ἀπε[σ] χεδιασμένα los relatos improvisados a manera de fábulas Phld.Sign.38.11
•tb. de un orador hablar improvisadamente Philostr.VA 5.37.
3 ἀποσχεδιάσας· συντομίσας, ψευσάμενος Hsch.
Greek Monolingual
ἀποσχεδιάζω (Α)
1. αυτοσχεδιάζω
2. μιλώ ή γράφω με προχειρότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσχεδιάζω: 1) делать наскоро: νόμος ἀπεσχεδιασμένος Arst. наспех составленный закон;
2) вскользь говорить или писать (περί τινος Polyb.).