ἀποστατήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀφίστημι]]), αυτός που έχει την [[εξουσία]] να διαλύσει την [[εκκλησία]] του δήμου, Λυκούργ. [[παρά]] Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποστᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀφίστημι]]), αυτός που έχει την [[εξουσία]] να διαλύσει την [[εκκλησία]] του δήμου, Λυκούργ. [[παρά]] Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστᾰτήρ:''' ῆρος ὁ Plut. = [[ἀποστάτης]].
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰτήρ Medium diacritics: ἀποστατήρ Low diacritics: αποστατήρ Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΗΡ
Transliteration A: apostatḗr Transliteration B: apostatēr Transliteration C: apostatir Beta Code: a)postath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who has power to dissolve an assembly, or to decide a question, Lex Lyc. ap. Plu.Lyc.6; cf. ἀφίστημι.

German (Pape)

[Seite 326] ῆρος, ὁ, der von etwas abfällt, Plut. Lyc. 6 aus Lykurg's Gesetzen erkl. es μὴ κυροῦν ἀλλ' ὅλως ἀφίστασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰτήρ: ὁ, ὁ ἔχων ἐξουσίαν νὰ διαλύσῃ ἐκκλησίαν, Νόμ. Λυκούργ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 6· πρβλ. ἀφίστασθαι: - ἀφετήρ (ὅ ἴδε) εἶναι ἐν χρήσει ὀλίγον διαφόρως.

French (Bailly abrégé)

1ῆρος (ὁ) :
1 esclave fugitif;
2 rebelle, traître.
Étymologie: ἀφίστημι.
2ῆρος (ὁ) :
qui a pouvoir de dissoudre une assemblée, de décider sur une question.
Étymologie: ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión, ἀρχαγέτας ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.Lyc.6.

Greek Monotonic

ἀποστᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστᾰτήρ: ῆρος ὁ Plut. = ἀποστάτης.