ἀποπεράω: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπεράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, Ιων. <i>-ήσω</i>, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην [[απέναντι]] [[ξηρά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποπεράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, Ιων. <i>-ήσω</i>, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην [[απέναντι]] [[ξηρά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπεράω:''' переправляться (εἰς τὴν ἀντικρὺ νῆσον Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπεράω Medium diacritics: ἀποπεράω Low diacritics: αποπεράω Capitals: ΑΠΟΠΕΡΑΩ
Transliteration A: apoperáō Transliteration B: apoperaō Transliteration C: apoperao Beta Code: a)popera/w

English (LSJ)

   A carry over, Plu.Pomp.62, Mar.37,al.

German (Pape)

[Seite 318] übersetzen, Plut. Pomp. 62 Mar. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπεράω: μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, εἰς τὴν ἀπέναντι ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser.
Étymologie: ἀπό, περάω.

Spanish (DGE)

atravesarεἰς τὴν ἄντικρυς νῆσον Plu.Mar.37, cf. Pomp.62.

Greek Monotonic

ἀποπεράω: μέλ. -άσω, Ιων. -ήσω, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην απέναντι ξηρά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπεράω: переправляться (εἰς τὴν ἀντικρὺ νῆσον Plut.).