βαρύχορδος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει [[βαρύ]] τόνο στις χορδές, σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει [[βαρύ]] τόνο στις χορδές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύχορδος:''' низко звучащий, низкий ([[φθόγγος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠχορδος Medium diacritics: βαρύχορδος Low diacritics: βαρύχορδος Capitals: ΒΑΡΥΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: barýchordos Transliteration B: barychordos Transliteration C: varychordos Beta Code: baru/xordos

English (LSJ)

ον,

   A deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων,βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sons graves.
Étymologie: βαρύς, χορδή.

Spanish (DGE)

(βᾰρύχορδος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de tonos graves φθόγγος AP 12.187 (Strat.).

Greek Monolingual

βαρύχορδος, -ον (Α)
με βαθύ, χαμηλό ήχο.

Greek Monotonic

βᾰρύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύχορδος: низко звучащий, низкий (φθόγγος Anth.).