βροχίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βροχίς:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[βρόχος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[βρέχω]]), κεράτινο [[μελανοδοχείο]], στο ίδ.
|lsmtext='''βροχίς:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[βρόχος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[βρέχω]]), κεράτινο [[μελανοδοχείο]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βροχίς:''' ίδος ἡ [[βρέχω]] чернильница Anth.<br />ίδος ἡ [[βρόχος]] небольшая петля Anth.
}}
}}

Revision as of 18:13, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχίς Medium diacritics: βροχίς Low diacritics: βροχίς Capitals: ΒΡΟΧΙΣ
Transliteration A: brochís Transliteration B: brochis Transliteration C: vrochis Beta Code: broxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of βρόχος, Opp.H.3.595; of a spider's

   A web, AP9.372 (pl.).    II (βρέχω) ink-horn, ib.6.295 (Phan.).    III a measure of length, IG12(3).1232.10 (Melos).

German (Pape)

[Seite 465] ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

βροχίς: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Ἀνθ. II. 9. 372. ΙΙ. (βρέχω) μελανοδοχεῖον (ἐκ κέρατος), Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙΙ. μέτρον τι μήκους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2439c.

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
écritoire.
Étymologie: βρέχω.
2ίδος (ἡ) :
1 petit lacet à nœud coulant;
2 filet de pêche.
Étymologie: βρόχος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
lazopara cazar, Opp.C.2.308, AP 9.76 (Antip.Sid.)
red para pescar, Opp.H.3.595, Hld.5.18.4, λύσας δ' ἐκ βροχίδων de una telaraña AP 9.372, cf. βρόχος.
-ίδος, ἡ
vasija εὐμέλανος β. tintero, AP 6.295 (Phan.)
prob. de una urna funeraria IG 12(3).1232.10 (Melos, imper.).

• Etimología: v. βρέχω.

Greek Monolingual

(I)
βροχίς, η (AM) βρόχος
παγίδα
αρχ.
ο ιστός της αράχνης.———————— (II)
βροχίς, η (Α) βροχή
μελανοδοχείο.

Greek Monotonic

βροχίς: ἡ,
I. υποκορ. του βρόχος, σε Ανθ.
II. (βρέχω), κεράτινο μελανοδοχείο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βροχίς: ίδος ἡ βρέχω чернильница Anth.
ίδος ἡ βρόχος небольшая петля Anth.