δεκάχαλκον: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάχαλκον:''' τό, [[δηνάριο]] = [[δέκα]] <i>χαλκοῖ</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δεκάχαλκον:''' τό, [[δηνάριο]] = [[δέκα]] <i>χαλκοῖ</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάχαλκον:''' τό декахалк (монета в 5 χαλκοῖ, соотв. римск. денарию: τὸ δ. ἐκαλεῖτο [[δηνάριον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A coin worth ten χαλκοῖ, = Lat. denarius (worth ten asses), Plu.Cam.13.
German (Pape)
[Seite 543] τό, der römische Denar, aus 10 χαλκοῖ bestehend, Plut. Camill. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάχαλκον: τό, Λατ. denarius, = δέκα χαλκοῖ, Πλούτ. Καμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
denier romain valant dix as de cuivre.
Étymologie: δέκα, χαλκός.
Spanish (DGE)
-ου, τό denario Plu.Cam.13.
Greek Monolingual
δεκάχαλκον, το (Α)
νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο.
Greek Monotonic
δεκάχαλκον: τό, δηνάριο = δέκα χαλκοῖ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάχαλκον: τό декахалк (монета в 5 χαλκοῖ, соотв. римск. денарию: τὸ δ. ἐκαλεῖτο δηνάριον Plut.).