δημοθοινία: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημοθοινία:''' ἡ ([[θοίνη]]), [[δημόσιο]] [[πανηγύρι]], [[συμπόσιο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δημοθοινία:''' ἡ ([[θοίνη]]), [[δημόσιο]] [[πανηγύρι]], [[συμπόσιο]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημοθοινία:''' ἡ общественное пиршество Arst., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:17, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A public feast, Arist.Mu.400b21 (pl.), Luc.Dem. Enc.16, CIG2880 (Branchidae), Ph.2.55, OGI533.9 (Ancyra):— Delph. δᾱμο-, SIG672.53.
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, Volksschmaus, Luc. Dem. enc. 16; Alciphr. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
banquet populaire.
Étymologie: δῆμος, θοίνη.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. δᾱμο- FD 3.238.2, 7, SIG 672.53 (ambas Delfos II a.C.)
• Grafía: graf. δημοθυν- IStratonikeia 202.19 (Panamara II d.C.), 266.23 (Panamara II/III d.C.)
banquete público gener. en el marco de fiestas relig. δημοθοινίαι νόμιμοι καὶ πανηγύρεις ἐνιαύσιοι θεῶν τε θυσίαι Arist.Mu.400b21, τὰς ὑπὲρ τῆς πόλεως θυσίας τοῖς θεοῖς καλλιερήσας δημοθοινίαν ἐποίησεν IClaros 1.M.2.36 (II a.C.), cf. FD ll.cc., SIG l.c., OGI 533.9, IStratonikeia 266.23 (Panamara II/III d.C.), τῆς θεραπείας εὐωχουμένης ὥσπερ ἐν δημοθοινίᾳ Ph.2.55, ὅλην τὴν πόλιν δημοθοινίαις εἱστίασεν IG 7.2712.19 (Acrefia I d.C.), διανομαὶ καὶ δημοθοινίαι IG 4.602.10 (Argos II d.C.), τὸν δῆμον ἐν θέαις καὶ διανομαῖς καὶ πανηγύρεσι καὶ δημοθοινίαις διῆγον Luc.Phal.1.3, cf. Dem.Enc.16, ἐν δημοθοινίαις ... καὶ ἱεροῖς ἐπιβωμίοις καὶ θεῶν ἑορταῖς Lib.Decl.43.47
•en ámbito crist. ἑορτάζουσι τοῦ πάθους (τοῦ Δεσπότου) τὴν μνήμην καὶ τὸν τοῦ θανάτου καιρὸν δημοθοινίας ἔχουσι καὶ πανηγύρεως ἀφορμήν festejan el recuerdo de la pasión (del Señor) y hacen del tiempo de su muerte la ocasión de un banquete y una celebración Thdt.Ep.Sirm.64, cf. Cyr.Al.Nest.4.5 (p.86).
Greek Monolingual
δημοθοινία, η (AM)
1. δημόσια ευτυχία, συμποσιακό γεύμα που παρατίθεται στον λαό
2. γιορτάσιμη μέρα
(«ἐτησίῳ γεραίρονται δημοθοινίᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + θοίνη «συμπόσιο, ευτυχία»].
Greek Monotonic
δημοθοινία: ἡ (θοίνη), δημόσιο πανηγύρι, συμπόσιο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δημοθοινία: ἡ общественное пиршество Arst., Luc.