διήγημα: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[διήγημα]]) [[διηγούμαι]]<br />ό,τι διηγείται ή εξιστορεί [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης [[συνήθως]] με μεγαλύτερη [[πυκνότητα]] και [[ένταση]] από ό,τι το [[μυθιστόρημα]] και η [[νουβέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διήγημα]] [[γέγονα]]» — αφηγούνται [[προφορικώς]] ή γραπτώς την [[περίπτωση]] μου. | |mltxt=το (AM [[διήγημα]]) [[διηγούμαι]]<br />ό,τι διηγείται ή εξιστορεί [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης [[συνήθως]] με μεγαλύτερη [[πυκνότητα]] και [[ένταση]] από ό,τι το [[μυθιστόρημα]] και η [[νουβέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διήγημα]] [[γέγονα]]» — αφηγούνται [[προφορικώς]] ή γραπτώς την [[περίπτωση]] μου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διήγημα:''' ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A tale, λέγειν Phoenicid.4.15; δ. ἀνωφελές Plb.1.14.6, cf. LXX De.28.37, Polem.Call.42, Porph.Antr.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διήγημα: τό, ὡς παρ' ἡμῖν, λέγειν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15· δ. ἀνωφελὲς Πολύβ. 1. 14, 6· δ. γέγονα, ὡς παρ' Ὁρατίῳ, fabula fies, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Χαρίτωνος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit.
Étymologie: διηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 narración, relato, historia c. gen. subjet. τὰ Ἰσαίου διηγήματα D.H.Is.16.2, c. gen. obj. τοῦ δράματος Ach.Tat.5.3.4, cf. LXX 2Ma.2.24, Pall.H.Laus.proem.2, Chrys.M.47.322, c. prep. περὶ αὐτοῦ Eus.M.23.1297C, sin rég. τερπνόν D.Fr.1.5, στρατιωτικά Epicur.Fr.[9], ἀνωφελές Plb.1.14.6, ἐμπορικά Plb.4.39.11, cf. Str.14.2.21, ἀσύμφωνα I.BI 1.1, cf. Polem.Call.42, D.H.Pomp.3.14, Plu.2.503b, 514b, Paus.1.25.1, ἐπιτραπέζια διηγήματα Basil.Hex.7.6 (p.426), cf. Vett.Val.258.19, Lib.Decl.6.1.2, Eun.Hist.14, Βεργαῖον δ. relato bergeo, e.e. relato increíble Str.2.3.5, δ. ἐστι λόγος ἐκθετικὸς πραγμάτων γεγονότων ἢ ὡς γεγονότων la narración es un discurso que expone hechos reales o supuestamente reales Theo Prog.78.16, ὁ μὲν διήγημ' ἔλεγεν Phoenicid.4.15, cf. Aeschin.Ep.4.5, LXX De.28.37, Demetr.Eloc.8, D.H.Th.33.2, Ph.2.67, 589, I.AI 15.210, Sor.125.7, Luc.DMeretr.13.4, Fauorin.Fort.4, Hermog.Inu.4.12 (p.202), X.Eph.3.3.3, Hld.1.8.7, Aristid.Quint.74.11, Alex.Aphr.Pr.1.118, Clem.Al.Prot.11.113, Gr.Naz.Ep.249.15, Porph.Antr.4, Phlp.in Cat.193.8, ἡ τομὴ τοῦ διηγήματος Sch.Il.11.243c, cf. Sch.Er.Il.11.671-761, Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.48.
2 explicación τὸ ... εὐαγγέλιον δ. νόμου Melit.Pasch.279, cf. Ath.Al.M.26.125C, Meth.Arbitr.1.2 (p.147).
3 jur. informe, exposición redactado para su publicación δ. ἀποκηρύξεως PMasp.97ue.D.27 (VI d.C.) en BL 1.108.
Greek Monolingual
το (AM διήγημα) διηγούμαι
ό,τι διηγείται ή εξιστορεί κάποιος
νεοελλ.
είδος πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης συνήθως με μεγαλύτερη πυκνότητα και ένταση από ό,τι το μυθιστόρημα και η νουβέλλα
αρχ.
φρ. «διήγημα γέγονα» — αφηγούνται προφορικώς ή γραπτώς την περίπτωση μου.
Russian (Dvoretsky)
διήγημα: ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut.