δυσδιαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσδιαίτητος:''' -ον ([[διαιτάω]]), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσδιαίτητος:''' -ον ([[διαιτάω]]), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσδιαίτητος:''' трудно разрешимый, трудный ([[κρίσις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.
Greek Monotonic
δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).