δρῖλος: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δρίλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό κολεόπτερο [[έντομο]] με επίμηκες [[σώμα]] και κεραίες σαν φτερά<br />το [[αρσενικό]] έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και [[είναι]] πολύ μεγαλύτερο ([[οικογένεια]] δριλίδες)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκουληκιού. | |mltxt=ο (Α [[δρίλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό κολεόπτερο [[έντομο]] με επίμηκες [[σώμα]] και κεραίες σαν φτερά<br />το [[αρσενικό]] έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και [[είναι]] πολύ μεγαλύτερο ([[οικογένεια]] δριλίδες)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκουληκιού. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρῖλος:''' ὁ дождевой червь Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, expld. by Lat.
A verpus, sens. obsc., AP11.197 (Lucill.); δρεῖλος, Supp.Epigr.2.353 (Amphissa).
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Regenwurm. Bei Lucill. 8 (XI, 197) wird es λειπόδερμος erkl., fellator.
Greek (Liddell-Scott)
δρῖλος: ὁ, λιπόδερμος, ψωλός, Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) ἕλμινς, σκώληξ τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.
Spanish (DGE)
-ον
sent. dud., quizá con el pene erecto como sinón. de licencioso, vicioso en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» ἄγαν τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν AP 11.197 (Lucill.), cf. uerpus· δ. Gloss.2.206.
Greek Monolingual
ο (Α δρίλος)
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο έντομο με επίμηκες σώμα και κεραίες σαν φτερά
το αρσενικό έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και είναι πολύ μεγαλύτερο (οικογένεια δριλίδες)
αρχ.
1. φιλήδονος
2. ονομασία σκουληκιού.
Russian (Dvoretsky)
δρῖλος: ὁ дождевой червь Anth.