δύσποτμος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσποτμος:''' -ον, [[άτυχος]], [[κακότυχος]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[μίζερος]], [[ταλαίπωρος]], σε Τραγ.· <i>δ. εὐχαί</i>, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., <i>δυσποτμώτερος</i>, σε Ευρ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσποτμος:''' -ον, [[άτυχος]], [[κακότυχος]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[μίζερος]], [[ταλαίπωρος]], σε Τραγ.· <i>δ. εὐχαί</i>, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., <i>δυσποτμώτερος</i>, σε Ευρ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσποτμος:''' несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσποτμος Medium diacritics: δύσποτμος Low diacritics: δύσποτμος Capitals: ΔΥΣΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: dýspotmos Transliteration B: dyspotmos Transliteration C: dyspotmos Beta Code: du/spotmos

English (LSJ)

ον,

   A unlucky, ill-starred, of persons and things, δ. θεός, of Prometheus, A. Pr.119; δ. βοῦς, of Io, Id.Supp.306; δ. εὐχαί, i.e. curses, Id.Th.820; χλιδά S.OT888 (lyr.); θήρα E.Ba.1144, cf. Ar.Ach.419; τύχαι D.H. 1.17: Comp. -ώτερος E.Ph.1348: Sup. -ότατος Plu.Comp.Per.Fab. 1. Adv. -μως A.Pers.272 (lyr.): Sup. -ότατα Plu.Fab.18.

German (Pape)

[Seite 687] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; χλιδή O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18.

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτμος: -ον, ἄτυχος, κακότυχος, δυστυχής, ἄθλιος· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θεός, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. βοῦς, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné, malheureux.
Étymologie: δυσ-, πότμος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. desdichado, malaventurado θεός de Prometeo, A.Pr.119, βοῦς de Ío, A.Supp.306, γένος A.Th.813, δ. γεγώς nacido con mal hado S.OT 1181, cf. Nic.Al.297, de Electra, E.Or.1078, θήρα δ. presa malaventurada de Penteo descuartizado, E.Ba.1144, γεραιός Ar.Ach.419, ἐρῶν Men.Mis.A 5T., Ἄδωνις Bio 43, cf. Anacr.66 (dud.)
subst. ταύτας ... δυσπότμους estas desdichadas S.Tr.299, cf. E.HF 451, AP 7.334.14.
2 de abstr. nefasto, fatal ἀλγεινὰ μὲν ... λέγειν ... ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα A.Pr.198, χλιδά S.OT 888, ὁδός S.OC 1433, ἀρά S.Ph.1120, γάμοι S.Ant.869, πῶς γένοιτ' ἂν τῶνδε δυσποτμώτερα; E.Ph.1348, <τὸ> χρεὼν δέ τι δύσποτμον ἀνδράσιν ἀνευρεῖν descubrir el destino es algo nefasto para los hombres E.IA 1331, cf. Trag.Adesp.325, τύχαι D.H.1.17, Σικελίας ὁ ... δ. ἔρως la nefasta pasión por Sicilia Plu.Per.20, καιροί Plu.Comp.Per.Fab.1
neutr. sup. como adv. δυσποτμότατα πεπραχώς Plu.Fab.18.
II adv. -ως de forma desdichada o digna de lástima νεκρῶν δ. ἐφθαρμένων A.Pers.272, δ. φορούμενοι A.Th.819.

Greek Monolingual

δύσποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.).

Greek Monotonic

δύσποτμος: -ον, άτυχος, κακότυχος, δυστυχής, άθλιος, μίζερος, ταλαίπωρος, σε Τραγ.· δ. εὐχαί, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., δυσποτμώτερος, σε Ευρ.· επίρρ. -μως, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσποτμος: несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.