δυήπαθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυήπᾰθος:''' -ον ([[παθεῖν]]), αυτός που υποφέρει [[πολλά]], [[ταλαίπωρος]], βασανισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''δυήπᾰθος:''' -ον ([[παθεῖν]]), αυτός που υποφέρει [[πολλά]], [[ταλαίπωρος]], βασανισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυήπᾰθος:''' мучительный, трудный (ἐργασίη HH).
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠήπᾰθος Medium diacritics: δυήπαθος Low diacritics: δυήπαθος Capitals: ΔΥΗΠΑΘΟΣ
Transliteration A: dyḗpathos Transliteration B: dyēpathos Transliteration C: dyipathos Beta Code: duh/paqos

English (LSJ)

ον,

   A = δυηπαθής, h.Merc.486.

German (Pape)

[Seite 671] dasselbe, H. h. Merc. 486, l. d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accablé de maux ; qui supporte ses maux.
Étymologie: δύη, πάσχω.

Spanish (DGE)

-ον penoso ἐργασίη h.Merc.486.

Greek Monotonic

δυήπᾰθος: -ον (παθεῖν), αυτός που υποφέρει πολλά, ταλαίπωρος, βασανισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

δυήπᾰθος: мучительный, трудный (ἐργασίη HH).