εἰδοποιός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, [[χαρακτηριστικός]], [[ειδικός]], ιδιάζων, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''εἰδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, [[χαρακτηριστικός]], [[ειδικός]], ιδιάζων, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰδοποιός:''' лог. видообразующий, специфический ([[διαφορά]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A constituting a species, specific, διαφορά Arist.Top.143b7, cf.EN1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308. II creating forms, Procl.Inst.157, Dam.Pr.310: c. gen., creating a form or pattern, ἀριθμός . . δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10.
German (Pape)
[Seite 724] eine Species machend, specifisch, Arist. Nic. 10, 4, 2; διαφοραί, top. 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοποιός: -όν, ἀποτελῶν εἶδος, χαρακτηριστικός, διαφοραὶ Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 2, Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui constitue une espèce spécifique.
Étymologie: εἶδος, ποιέω.
Spanish (DGE)
-όν
1 que da forma τὸ δημιουργικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.310, εἶδος Dion.Ar.DN 2.10, αἰτίαι Olymp.in Mete.275.35, δύναμις Zach.Mit.Opif.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.Quaest.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.LC 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.in Nic.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.DN 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.in Mete.275.32, cf. 297.29.
2 que constituye una especie, específico διαφορά Arist.Top.143b7, EN 1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308, Simp.in Cat.221.12, εἰ.· ἀναμορφωτής Hsch.
Greek Monolingual
-ό (Α εἰδοποιός, -όν)
1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή
2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» — το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος του ίδιου γένους
αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζει το είδος.
Greek Monotonic
εἰδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, χαρακτηριστικός, ειδικός, ιδιάζων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰδοποιός: лог. видообразующий, специфический (διαφορά Arst.).