ἐνδιδύσκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῐδύσκω:''' φορώ σε κάποιον [[κάτι]], <i>τινά τι</i>, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐνδῐδύσκω:''' φορώ σε κάποιον [[κάτι]], <i>τινά τι</i>, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδῐδύσκω:''' надевать (πορφύραν τινά NT); med. надевать на себя ([[ἱμάτιον]] NT).
}}
}}