ἐξαίτησις: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαίτησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απαίτηση]] κάποιου για [[τιμωρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεσολάβηση]], [[μεσιτεία]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξαίτησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απαίτηση]] κάποιου για [[τιμωρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεσολάβηση]], [[μεσιτεία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαίτησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> требование о выдаче Dem.;<br /><b class="num">2)</b> просьба (за кого-л.), заступничество Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A demanding one for punishment or torture, D.49.55, IG22.457b19 (iv B. C.), Inscr.Prien.121.26 (i B. C.). II intercession, ἡ τῶν φίλων ἐ. D.59.117. III demand for satisfaction, D.S.8 Fr.25. IV petition, prayer, PMag.Par.1.434.
German (Pape)
[Seite 865] ἡ, das Herausfordern, – a) die Forderung der Auslieferung, Dem. 49, 55. – b) die Fürbitte um Freisprechung, Dem. 59, 117.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τινα πρὸς τιμωρίαν ἢ βάσανον, Δημ. 1200. 27. ΙΙ. = παραίτησις, παράκλησις, μεσιτεία, ὁ αὐτὸς 1385. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 instance judiciaire, poursuite, réclamation;
2 intercession.
Étymologie: ἐξαιτέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reclamación, exigenciapara que alguien sea castigado o entregado, D.49.55, IG 22.457b.19, IPr.121.26 (I a.C.), D.C.55.9, Iambl.VP 133, Lib.Decl.23.5
•demanda, reivindicación οἱ ... πρεσβευταὶ κατὰ τὴν ἐξαίτησιν ἀπόκρισιν ἔλαβον D.S.8.25.
2 petición, plegaria, súplica c. gen. subjet. ἡ τῶν φίλων ἐ. ὠφέλησεν αὐτόν D.59.117, c. gen. obj. τῆς πράξεως PMag.4.434, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐ. Cyr.Al.M.77.1269B, ἐ. πρὸς Ἥλιον PMag.4.1290, cf. Ath.Al.M.28.1552B.
Greek Monolingual
ἐξαίτησις, η (Α) εξαιτώ
1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.)
2. μεσολάβηση, επέμβαση
3. αίτηση για ικανοποίηση
4. παράκληση.
Greek Monotonic
ἐξαίτησις: -εως, ἡ,
I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ.
II. μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαίτησις: εως ἡ1) требование о выдаче Dem.;
2) просьба (за кого-л.), заступничество Dem.