ἐξελεύθερος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ.
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ вольноотпущенник Cic.
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελεύθερος Medium diacritics: ἐξελεύθερος Low diacritics: εξελεύθερος Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Transliteration A: exeleútheros Transliteration B: exeleutheros Transliteration C: ekseleytheros Beta Code: e)celeu/qeros

English (LSJ)

ὁ,

   A freedman, Hyp.Fr.197, Cic.Att.6.5.1: fem. -έρα IG14.1907.—The special application of . to a released debtor (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξ- and ἀπελεύθερος are used of the same person by D.C.39.38.

German (Pape)

[Seite 876] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου ἐλεύθερος γενόμενος, ἀπελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον, «ἀπελεύθερος καὶ ἐξελεύθερος διαφέρουσιν· ἀπελεύθερος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος, ἢ κατ’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, εἶτα ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ χρῆσις ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
affranchi.
Étymologie: ἐξ, ἐλεύθερος.

Greek Monolingual

ἐξελεύθερος, ο (Α) ελεύθερος
δούλος (πιθανώς για χρέη) που απέκτησε την ελευθερία του.

Greek Monotonic

ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, αυτός που από δούλος γίνεται ελεύθερος, απελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, σε Κικ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελεύθερος: ὁ вольноотпущенник Cic.