ἐπιδιαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαιρώ]], [[διανέμω]] εκ νέου — Μέσ., διανέμουν [[μεταξύ]] τους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιδιαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαιρώ]], [[διανέμω]] εκ νέου — Μέσ., διανέμουν [[μεταξύ]] τους, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδιαιρέω:''' (fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 [[ἐπιδιεῖλον]]) (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ [[ἕνδεκα]] πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).
}}
}}

Revision as of 20:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαιρέω Medium diacritics: ἐπιδιαιρέω Low diacritics: επιδιαιρέω Capitals: ΕΠΙΔΙΑΙΡΕΩ
Transliteration A: epidiairéō Transliteration B: epidiaireō Transliteration C: epidiaireo Beta Code: e)pidiaire/w

English (LSJ)

fut.

   A ελῶ PPetr.2p.10 (iii B.C.):— divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. Plb.1.73.3; κρέα Schwyzer726.33 (Milet., v B.C.); πολίτας ταῖς φράτραις D.H.2.55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπείαν D.S.19.44; αὐτοῖς . . τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent againstthem,App.Hisp.25:—Med., of several, distribute among themselves, Hdt.1.150, 5.116.    II. make a crossincision in, ὑμένα Gal.12.522.

German (Pape)

[Seite 937] (s. αἱρέω), noch dazu theilen, vertheilen, Pol. 1, 73, 3 u. a. Sp.; πολίτας ποιησάμενος ταῖς φράτραις ἐπιδιεῖλε, vertheilte sie unter die Tribus, D. Hal. 2, 55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν D. Sic. 19, 44. – Med. darnach unter sich vertheilen, Her. 1, 150. 5, 116.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐπιδιαιρήσω, ao.2 ἐπιδιεῖλον;
distribuer, répartir;
Moy. ἐπιδιαιρέομαι partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.

Greek Monotonic

ἐπιδιαιρέω: μέλ. -ήσω, διαιρώ, διανέμω εκ νέου — Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαιρέω: (fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 ἐπιδιεῖλον) (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).