ἐπικρῆσαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικρῆσαι:''' Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>, απαρ. αορ. αʹ του [[ἐπικεράννυμι]]. | |lsmtext='''ἐπικρῆσαι:''' Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>, απαρ. αορ. αʹ του [[ἐπικεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρῆσαι:''' эп. inf. aor. к [[ἐπικεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ἐπικεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
see ἐπικίρνημι.
Greek Monotonic
ἐπικρῆσαι: Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῆσαι: эп. inf. aor. к ἐπικεράννυμι.