ἐπηχέω: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντηχώ]], [[αντιλαλώ]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντηχώ]], [[αντιλαλώ]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπηχέω:''' <b class="num">1)</b> отвечать отголоском, давать отзвук (ἐπήχει [[ἄντρον]] Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.);<br /><b class="num">2)</b> кричать в ответ ([[βοᾷ]] δ᾽ [[ἱερεύς]], [[ἅπας]] δ᾽ ἐπήχησε [[στρατός]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A resound, re-echo, E.Cyc.426, Pl.R.492c: c. acc., ἐπαίνους καὶ ὕμνους Ph.1.348: c. dat., ἐπηχοῦντα [τοῖς κύκνοις] τὰ δένδρα Jul. Or.7.236a. II accompany one in shouting, E.IA1584.
German (Pape)
[Seite 921] dagegen tönen, widerhallen, ἄντρον, πέτραι, Eur. Cycl. 426; Plat. Rep. VI, 492 c; vgl. Anacr. 59, 19; ἅπας δ' ἐπήχησε στρατός, Eur. I. A. 1584, schrie dabei auf.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηχέω: ἀντηχῶ, Εὐρ. Κύκλ. 426, Πλάτ. Πολ. 492C· μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἐπ. κύμβαλον, κροτῶ, κάμνω νὰ ἠχῇ τὸ κύμβαλον, Κλήμ. Ἀλ. 20. ΙΙ. ἐπιβοῶ, βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατὸς Εὐρ. Ι. Α. 1584.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 retentir;
2 accueillir par des cris.
Étymologie: ἐπί, ἠχέω.
Greek Monotonic
ἐπηχέω: μέλ. -ήσω, αντηχώ, αντιλαλώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηχέω: 1) отвечать отголоском, давать отзвук (ἐπήχει ἄντρον Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.);
2) кричать в ответ (βοᾷ δ᾽ ἱερεύς, ἅπας δ᾽ ἐπήχησε στρατός Eur.).