ἐπεκχωρέω: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] [[κατόπιν]] ή [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] [[κατόπιν]] ή [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεκχωρέω:''' (3 л. sing. impf. ἐπεξεχώρει) (вслед за кем-л. или против кого-л.) выступать, двигаться (ὁ [[πᾶς]] [[στόλος]] ἐπεξεχώρει Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A advance next or after, A.Pers.401.
German (Pape)
[Seite 914] dazu ausrücken, ins Feld, Aesch. Pers. 393.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχωρέω: χωρῶ, βαίνω κατόπιν ἄλλου, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401, τὸ δεξιόν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἠγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ’ ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. ἐπεξεχώρει;
s’avancer ensuite.
Étymologie: ἐπί, ἐκχωρέω.
Greek Monotonic
ἐπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ κατόπιν ή μετά από κάποιον άλλο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκχωρέω: (3 л. sing. impf. ἐπεξεχώρει) (вслед за кем-л. или против кого-л.) выступать, двигаться (ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει Aesch.).