ἐπιπίλναμαι: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπίλναμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[έρχομαι]] κοντά, [[εγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπιπίλναμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[έρχομαι]] κοντά, [[εγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπίλνᾰμαι:''' (только 3 л. sing. praes.) приходить, наступать: [[οὔτε]] ποτ᾽ ὄμβρῳ [[δεύεται]], [[οὔτε]] χιὼν ἐπιπίλναται Hom. (Олимп, который) никогда не увлажняется дождем и (на котором) не бывает снега.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπίλναμαι Medium diacritics: ἐπιπίλναμαι Low diacritics: επιπίλναμαι Capitals: ΕΠΙΠΙΛΝΑΜΑΙ
Transliteration A: epipílnamai Transliteration B: epipilnamai Transliteration C: epipilnamai Beta Code: e)pipi/lnamai

English (LSJ)

only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι,

   A come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται) ; ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.

English (Autenrieth)

come nigh, Od. 6.44†.

Greek Monolingual

ἐπιπίλναμαι (Α) πίλναμαι
(αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντάοὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιπίλναμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., έρχομαι κοντά, εγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπίλνᾰμαι: (только 3 л. sing. praes.) приходить, наступать: οὔτε ποτ᾽ ὄμβρῳ δεύεται, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Hom. (Олимп, который) никогда не увлажняется дождем и (на котором) не бывает снега.