ἐπιρράπτω: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] ή [[συρράπτω]] πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐπιρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] ή [[συρράπτω]] πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρράπτω:''' нашивать, пришивать ([[ἐπίβλημα]] ἐπὶ ἱματίῳ NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 2
A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315. 2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.
French (Bailly abrégé)
coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.
English (Thayer)
(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.
Greek Monolingual
(Α ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.
Greek Monotonic
ἐπιρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρράπτω: нашивать, пришивать (ἐπίβλημα ἐπὶ ἱματίῳ NT).