Ἑρμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἑρμίδιον:''' [ῑ], τό, υποκορ. του [[Ἑρμῆς]], μικρό [[άγαλμα]] Ερμή, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Ἑρμίδιον:''' [ῑ], τό, υποκορ. του [[Ἑρμῆς]], μικρό [[άγαλμα]] Ερμή, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἑρμίδιον:''' (μῑ) τό [demin. к [[Ἑρμῆς]] I] Гермидий<br /><b class="num">1)</b> статуэтка Гермеса Arph.;<br /><b class="num">2)</b> ласк. в обращении к Гермесу Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. Ἑρμῄδιον.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμίδιον: ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς, μικρὸν ἄγαλμα Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς ἔκφρασις στοργῆς καὶ ἀγάπης, ὑποκόρισμα φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον αὐτόθι 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, Ἑρμήδιον διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., ὅπερ ἴσως εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit Hermès :
1 statuette ou figurine d’Hermès;
2 t. d’affect. cher petit Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.
Greek Monotonic
Ἑρμίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του Ἑρμῆς, μικρό άγαλμα Ερμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑρμίδιον: (μῑ) τό [demin. к Ἑρμῆς I] Гермидий
1) статуэтка Гермеса Arph.;
2) ласк. в обращении к Гермесу Arst.