ἑταίρησις: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑταίρησις:''' -εως, ἡ ([[ἑταιρέω]]), [[ασέλγεια]], [[λαγνεία]], [[απιστία]], [[πορνεία]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἑταίρησις:''' -εως, ἡ ([[ἑταιρέω]]), [[ασέλγεια]], [[λαγνεία]], [[απιστία]], [[πορνεία]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑταίρησις:''' εως ἡ распутство, разврат Aeschin. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A unchastity, Aeschin.1.13, D.22.21, Ph.2.381, etc.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, die Buhlerei, Unzucht, bes. die Päderastie, ἑταιρήσεως γραφή Aesch. 1, 13; Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταίρησις: -εως, ἡ, (ἑταίρω) τὸ ἑταιρεῖν, τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν, Αἰσχίν. 2. 43, κλτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: ἑταιρέω.
Greek Monolingual
ἑταίρησις, ἡ (Α) εταιρώ
η ασελγής ζωή, η ακολασία, η πληρωμένη πορνεία.
Greek Monotonic
ἑταίρησις: -εως, ἡ (ἑταιρέω), ασέλγεια, λαγνεία, απιστία, πορνεία, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἑταίρησις: εως ἡ распутство, разврат Aeschin. etc.