εὐγώνιος: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐγώνιος:''' -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐγώνιος:''' -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐγώνιος:''' расположенный правильными углами, т. е. прямоугольный Xen., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with regular angles, X.Oec.4.21, Arist.Pr.912b15; with perfect angles, four square, of blocks, IG22.1666A64, etc.; right-angled, Gal.18(2).856.
German (Pape)
[Seite 1060] gut-, geradwinkelig; Eur. Ion 1037 πλέθρου μῆκος; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγώνιος: -ον, ἔχων κανονικὰς γωνίας, Ξεν. Οἰκ. 4, 21, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 1, Εὐρ. Ἴων 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux angles réguliers.
Étymologie: εὖ, γωνία.
Greek Monolingual
εὐγώνιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κανονικές γωνίες
2. ο τετράγωνος
3. ο ορθογώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γωνία.
Greek Monotonic
εὐγώνιος: -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐγώνιος: расположенный правильными углами, т. е. прямоугольный Xen., Arst.