εὐκαταφορία: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκαταφορία]], ἡ (Α) [[ευκατάφορος]]<br />η [[τάση]], η [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]].
|mltxt=[[εὐκαταφορία]], ἡ (Α) [[ευκατάφορος]]<br />η [[τάση]], η [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαταφορία:''' ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφορία Medium diacritics: εὐκαταφορία Low diacritics: ευκαταφορία Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: eukataphoría Transliteration B: eukataphoria Transliteration C: efkataforia Beta Code: eu)katafori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαταφορία: ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).