εὔμαρις: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμαρις:''' ιδος, v. l. εὐμαρίς, ίδος (ᾱ, реже ᾰ) ἡ эвмарида (род восточной обуви) ([[κροκόβαπτος]] Aesch.; [[βαθύπελμος]] Anth.; βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Eur.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμᾱρις Medium diacritics: εὔμαρις Low diacritics: εύμαρις Capitals: ΕΥΜΑΡΙΣ
Transliteration A: eúmaris Transliteration B: eumaris Transliteration C: eymaris Beta Code: eu)/maris

English (LSJ)

[later ᾰ (v. infr.)], ιδος, ἡ, acc.

   A εὔμᾱριν A.Pers.660 (lyr.); but acc. pl. εὐμᾱρίδας (sic) Lyc.855 (on the accent, v. Hdn.Gr.1.99): —an Asiatic shoe or slipper (made of deerskin, Poll.7.90), βαρβάροις ἐν εὐμάρισι E.Or.1370 (lyr.); κροκόβαπτον . . εὔμαριν ἀείρων A.l.c.; βαθύπελμος εὔμᾰρις AP7.413 (Antip.), cf. Lyc.l.c. (Prob. a foreign word.)

German (Pape)

[Seite 1079] (so Poll. 7, 90 u. Arcad. 34, 4 accent., accus. bei Aesch.), ιδος, ἡ, orientalische Fußbekleidung für Männer; εὔμαριν Aesch. Pers. 651; βαρβάροις ἐν εὐμαρίσιν Eur. Or. 1364; für Frauen, Lycophr. 855, βαθύπελμος εὐμαρίς Ant. Sid. 82 (VII, 413) [α kurz]. Die Alten leiten es von εὐμάρα od. εὐμαρής ab, doch scheint es ein orientalisches Wort.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμᾱρις: -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι σανδάλιον, «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων (ἐπειδὴ τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν χρῶμα ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια ταῦτα εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ εὔμαρις ἐκαλεῖτο βαθύπελμος, Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. ξένη λέξις). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).
Étymologie: mot oriental.

Greek Monolingual

εὔμαρις, -άριδος, ἡ (Α)
ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)].

Greek Monotonic

εὔμᾱρις: -ιδος, ἡ, αιτ. -ιν, Ασιατικό σανδάλι ή παντόφλα, σε Αισχύλ., Ευρ. (ξένη λέξη).

Russian (Dvoretsky)

εὔμαρις: ιδος, v. l. εὐμαρίς, ίδος (ᾱ, реже ᾰ) ἡ эвмарида (род восточной обуви) (κροκόβαπτος Aesch.; βαθύπελμος Anth.; βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Eur.).