εὐκαρπία: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαρπία]]) [[εύκαρπος]]<br />η [[παραγωγή]] άφθονων καρπών, η [[ευφορία]] («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />καλή [[σοδειά]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαρπία]]) [[εύκαρπος]]<br />η [[παραγωγή]] άφθονων καρπών, η [[ευφορία]] («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />καλή [[σοδειά]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαρπία:''' ἡ Arst., Plut. = [[εὐκάρπεια]].
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαρπία Medium diacritics: εὐκαρπία Low diacritics: ευκαρπία Capitals: ΕΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: eukarpía Transliteration B: eukarpia Transliteration C: efkarpia Beta Code: eu)karpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fruitfulness, IG12.76.45, Arist.Fr.252, Thphr. CP2.1.2; cf. εὐκάρπεια.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Reichthum an Früchten, Fruchtbarkeit, Theophr. u. Folgde. S. ε ὐκάρπεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρποῦ, καρποφορία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαρπία) εύκαρπος
η παραγωγή άφθονων καρπών, η ευφορία («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)
αρχ.
καλή σοδειά.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαρπία: ἡ Arst., Plut. = εὐκάρπεια.