ζηλοδοτήρ: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(4)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζηλοδοτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], [[μακαριότητα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζηλοδοτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], [[μακαριότητα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλοδοτήρ:''' ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.

Greek Monolingual

ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.

Greek Monotonic

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοδοτήρ: ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).