ἐχθοδοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχθοδοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βρίσκομαι σε [[εχθρότητα]] με κάποιον άλλον, [[μαλώνω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐχθοδοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βρίσκομαι σε [[εχθρότητα]] με κάποιον άλλον, [[μαλώνω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχθοδοπέω:''' ссориться, враждовать: μ᾽ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἣρῃ Hom. ты хочешь поссорить меня с Герой.
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθοδοπέω Medium diacritics: ἐχθοδοπέω Low diacritics: εχθοδοπέω Capitals: ΕΧΘΟΔΟΠΕΩ
Transliteration A: echthodopéō Transliteration B: echthodopeō Transliteration C: echthodopeo Beta Code: e)xqodope/w

English (LSJ)

   A show enmity towards, engage in hostility with, ὅ τέ μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Il.1.518.

German (Pape)

[Seite 1125] feindselig handeln, ὅτε μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Il. 1, 518, feindselig entgegentreten. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθοδοπέω: δεικνύω ἔχθραν πρὸς τινα, φέρομαι ἐχθρικῶς πρὸς αὐτόν, ὅτε μ’ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Ἰλ. Α. 518.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter en ennemi, τινι.
Étymologie: ἐχθοδοπός.

English (Autenrieth)

only aor. inf. ἐχθοδοπῆσαι, to enter into hostilities against, τινί, Il. 1.518†.

Greek Monotonic

ἐχθοδοπέω: μέλ. -ήσω, βρίσκομαι σε εχθρότητα με κάποιον άλλον, μαλώνω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθοδοπέω: ссориться, враждовать: μ᾽ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἣρῃ Hom. ты хочешь поссорить меня с Герой.