ἠχώδης: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ευ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ευ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχώδης:''' звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
}}
}}

Revision as of 21:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχώδης Medium diacritics: ἠχώδης Low diacritics: ηχώδης Capitals: ΗΧΩΔΗΣ
Transliteration A: ēchṓdēs Transliteration B: ēchōdēs Transliteration C: ichodis Beta Code: h)xw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42.    2 neut. pl. as Subst., ringing in the ears, Hp.Coac.163.    3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.

German (Pape)

[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσ-ώδης, ευ-ώδης)].

Russian (Dvoretsky)

ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.