ἰσόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(18)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόδρομος]], -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰσόδρομον [[μῆκος]]» — [[δρόμος]] του ίδιου μήκους<br />β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ιερό]]-<i>δρομος</i>, <i>νεό</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=[[ἰσόδρομος]], -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰσόδρομον [[μῆκος]]» — [[δρόμος]] του ίδιου μήκους<br />β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ιερό]]-<i>δρομος</i>, <i>νεό</i>-<i>δρομος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόδρομος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον [[μῆκος]] Anth. бег на одинаковое расстояние.
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδρομος Medium diacritics: ἰσόδρομος Low diacritics: ισόδρομος Capitals: ΙΣΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: isódromos Transliteration B: isodromos Transliteration C: isodromos Beta Code: i)so/dromos

English (LSJ)

ον,

   A keeping pace with, τινι Pl.Ti.38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu.399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.).    II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichlaufend; Plat. Tim. 38 d; Arist. de mund. 6; Dion. Per. 120.

Greek Monolingual

ἰσόδρομος, -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)
1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον
2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» — δρόμος του ίδιου μήκους
β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό-δρομος, νεό-δρομος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόδρομος: и 3
1) бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);
2) равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον μῆκος Anth. бег на одинаковое расстояние.