καταμάω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
(nl)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-αμάω neermaaien:. κατ ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).<br />κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.
|elnltext=κατ-αμάω neermaaien:. κατ ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).<br />κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰμάω:''' <b class="num">1)</b> сжинать, срезывать (sc. ἐσχάτας ῥίζας Soph. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> med. осыпать себя, сгребать на себя (τὴν [[κόπρον]] [[χερσί]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰμάω Medium diacritics: καταμάω Low diacritics: καταμάω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΩ
Transliteration A: katamáō Transliteration B: katamaō Transliteration C: katamao Beta Code: katama/w

English (LSJ)

once in Hom. in Med.,

   A scrape up, heap up, τήν ῥα (sc. τὴν κόπρον) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165; τὸν Χοῦν καταμήσονται (Mein. for κατακοιμήσονται) Pherecr.121: c. gen., heap upon, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.BJ2.15.4, v.l. ib.2.21.3.    II κατ' αὖ νιν . . νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (Jortin for κόνις) cuts it down, reaps it like corn, S.Ant.601 (lyr.); if κόνις is retained, καταμᾷ must be rendered covers over.

German (Pape)

[Seite 1363] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν (κόπρον) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάω: -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συσσωρεύω, συλλέγω, συναθροίζω, τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ μετὰ γεν., ἐπισωρεύω ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (οὕτως ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ κόνις), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. ἀμάω), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν κόνις, τὸ καταμᾷ δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀμάω.

English (Autenrieth)

only aor. mid. καταμήσατο, had heaped upon himself, Il. 24.165†.

Greek Monotonic

καταμάω: χρησιμ. στον Όμηρ. άπαξ στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ κατ-ᾰμήσατο,
I. συλλέγω, συσσωρεύω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Ενεργ., περικόπτω, θερίζω όπως το σιτάρι (πρβλ. ἀμάω), σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμάω neermaaien:. κατ ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).
κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰμάω: 1) сжинать, срезывать (sc. ἐσχάτας ῥίζας Soph. - in tmesi);
2) med. осыпать себя, сгребать на себя (τὴν κόπρον χερσί Hom.).