κλωγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κλωγμός -οῦ, ὁ [κλώζω] geklak met de tong (teken van afkeuring).
|elnltext=κλωγμός -οῦ, ὁ [κλώζω] geklak met de tong (teken van afkeuring).
}}
{{elru
|elrutext='''κλωγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> клохтанье, кудахтанье Plat.;<br /><b class="num">2)</b> прищелкивание языком (для понукания лошади) Xen.
}}
}}

Revision as of 23:06, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωγμός Medium diacritics: κλωγμός Low diacritics: κλωγμός Capitals: ΚΛΩΓΜΟΣ
Transliteration A: klōgmós Transliteration B: klōgmos Transliteration C: klogmos Beta Code: klwgmo/s

English (LSJ)

(also κλωσμός, v. infr.), ὁ, (κλώζω)

   A clucking of hens, Plu. 2.129a (κλωσμοῖς codd.).    II clucking sound by which we urge on a horse, X.Eq.9.10, Poll.1.209.    2 clucking sound by which Greek audiences expressed disapprobation, hooting, Orac. ap. Luc. JTr.31, Eust.1504.29: κλωσμός, Ph.2.599 (v.l. κλωγμός), Harp.s.v. ἐκλώζετε.

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, wie κλωσμός, das Glucken, die gluckende Stimme der Hennen u. anderer Vögel. S. κλωσμός. – Auch das Schnalzen mit der Zunge, durch welches man die Pferde zum Laufen ermuntert, Poll. 1, 209; bei Xen. de re equ. 9, 10 v. l. κλωσμός. – Ein ähnlicher Laut, Zischen, womit man den Schauspielern u. Rednern seine Unzufriedenheit zu erkennen gab, συριττόντων Philo; vgl. Harpocr. u. Eust. 1504, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κλωγμός: ἢ κλωσμός, ὁ, (κλώσσω) ἡ φωνὴ τῶν ὀρνίθων Πλούτ. 2. 129Α (ἔνθα κλωσμοῖς). ΙΙ. τὸ διὰ τῆς γλώσσης κροτάλισμα, δι’ οὗ παρακινοῦσι τοὺς ἵππους εἰς τὸ βάδισμα, Ξεν. Ἱππ. 9, 10 (κλωσμὸς Λ. Δινδ.), Πολυδ. Α΄, 209· ὡσαύτως ἦχος παρόμοιος δι’ οὗ οἱ ἀκροαταὶ ἐξεδήλουν τὴν ἀποδοκιμασίαν των, εἰς τὸ τέλος τῶν ἀκροαμάτων ἅπερ οὐχ ἡδέως ἤκουον, Φίλων 2. 599, Εὐστ. 1504. 29· κλωσμὸς Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐκλώζετε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ),
1. gloussement d’une poule, etc. PLU. M. 129a;
2. claquement de langue pour exciter un cheval XÉN. Eq. 9.10, POLL. 1.209;
3. sorte de claquement de la langue, pour marquer la désapprobation, PHIL. 2.599.
Étymologie: κλώζω.

Greek Monolingual

και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) κλώζω
ο ήχος της φωνής της κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα
αρχ.
κροτάλισμα της γλώσσας για παρακίνηση αλόγου.

Greek Monotonic

κλωγμός: ή κλωσμός, ὁ (κλώσσω), φωνή ορνίθων, κακάρισμα· «κακαριστός» (κροταλιστός) ήχος μέσω του οποίου παρακινούσε κάποιος το άλογο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωγμός -οῦ, ὁ [κλώζω] geklak met de tong (teken van afkeuring).

Russian (Dvoretsky)

κλωγμός:1) клохтанье, кудахтанье Plat.;
2) прищелкивание языком (для понукания лошади) Xen.