κοιλάς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοιλάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[κοῖλος]]), [[κούφωμα]], [[κοίλωμα]], [[βαθιά]] [[κοιλάδα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κοιλάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[κοῖλος]]), [[κούφωμα]], [[κοίλωμα]], [[βαθιά]] [[κοιλάδα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοιλάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ долина, лощина Polyb., Diod., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, Subst.,
A hollow, δρυός Ps.-Phoc. 173, cf. Thphr. Fr.169; in a wall, LXXLe.14.37; in a rock, Str.12.3.11; deep valley, Pl.Epigr.5.6, LXXGe.14.8, al., BGU995 iii 4 (ii B.C.), SIG827 iii 11 (Delph., ii A.D.), Plb.5.44.7, D.S.3.15. II Adj., fem. of κοῖλος, νεφέλαι Thphr.Sign.51 (nisi leg. κηλ-) ; εὐνή Tryph.194.
German (Pape)
[Seite 1466] άδος, ἡ, poet. fem. zu κοῖλος; – 1) als adject., hohl; πέτρη, κίστη, Nonn. D. 1, 515. 6, 87; auch τέχνη, aushöhlend, Tryphiod. 336, nach Conj. – 2) als subst., die Höhlung, das Thal; Pol. 5, 44, 7; ὀρῶν Hdn. 8, 1, 2; βαθεῖαι κοιλάδες D. Sic. 3, 15; Tryphiod. 590.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλάς: άδος. ἡ, ὡς οὐσιαστ., κοίλωμα κοιλότης, δρυὸς Ψευδο-Φωκυλ. 161· ἐν βράχῳ, Στράβ. 545· βαθεῖα κοιλάς, βάθος μεταξὺ ὀρέων, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, Πολύβ. 5. 44, 7, Διόδ. 3. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θηλ. τοῦ κοῖλος. Θεοφρ. Σημ. 4. 2, Τρυφ. 194.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. f. creux, enfoncé;
2 subst. ἡ κοιλάς creux, cavité ; particul. vallon, ravin.
Étymologie: κοῖλος.
Greek Monolingual
κοιλάς, -άδος, ἡ (AM)
βλ. κοιλάδα.
Greek Monotonic
κοιλάς: -άδος, ἡ (κοῖλος), κούφωμα, κοίλωμα, βαθιά κοιλάδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κοιλάς: άδος (ᾰδ) ἡ долина, лощина Polyb., Diod., Anth.