κοχώνη: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(nl)
(3)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοχώνη -ης, ἡ, dual. κοχώνα, anat. perineum. εἰς τὼ κοχώνα tussen mijn billen Aristoph. Eq. 424.
|elnltext=κοχώνη -ης, ἡ, dual. κοχώνα, anat. perineum. εἰς τὼ κοχώνα tussen mijn billen Aristoph. Eq. 424.
}}
{{elru
|elrutext='''κοχώνη:''' ἡ (dual. τὰ κοχώνᾱ) анат. промежность Arph.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχώνη Medium diacritics: κοχώνη Low diacritics: κοχώνη Capitals: ΚΟΧΩΝΗ
Transliteration A: kochṓnē Transliteration B: kochōnē Transliteration C: kochoni Beta Code: koxw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A perineum, Hp.Epid.5.7: in pl., Id.Mul.2.131, Eup.77, Ar.Fr.482, etc.; ἕαται ὅκως νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλποντες Herod.7. 48: dual, τὼ κοχώνᾱ Ar.Eq.424,484. (Variously expld. by Gramm. ap.Erot.Fr.17; = γλουτοί, acc. to Poll.2.183.) (Cf. Skt. jaghánam 'buttock', 'pudendum'.)

Greek (Liddell-Scott)

κοχώνη: ἡ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ ἑκατέρωθεν μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
région des hanches jusqu’à l’anus.
Étymologie: DELG skr. jaghána « le derrière ».

Greek Monolingual

κοχώνη, ἡ (Α)
1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο
2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»].

Greek Monotonic

κοχώνη: ἡ, πισινός, δυικ. τὰ κοχώνᾱ, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχώνη -ης, ἡ, dual. κοχώνα, anat. perineum. εἰς τὼ κοχώνα tussen mijn billen Aristoph. Eq. 424.

Russian (Dvoretsky)

κοχώνη: ἡ (dual. τὰ κοχώνᾱ) анат. промежность Arph.