λαοφόνος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾱοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει τον λαό, [[ολέθριος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λᾱοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει τον λαό, [[ολέθριος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾱοφόνος:''' человекоубийственный ([[Διομήδης]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A slaying the people, δόρυ B.12.120; Διομήδης Theoc.17.53; ξίφος IG14.1294.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφόνος: -ον, φονεύων τὸν λαόν, Θεόκρ. 17. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 6854f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue le peuple.
Étymologie: λαός, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
λαοφόνος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φόνος (< θείνω «φονεύω»), πρβλ. δολο-φόνος, θηρο-φόνος.
Greek Monotonic
λᾱοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει τον λαό, ολέθριος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοφόνος: человекоубийственный (Διομήδης Theocr.).