λαγιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λαγιδεύς]], -έως) [[λαγώς]]<br />το [[νεογνό]] του λαγού, [[λαγουδάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κουνέλι]].
|mltxt=ο (Α [[λαγιδεύς]], -έως) [[λαγώς]]<br />το [[νεογνό]] του λαγού, [[λαγουδάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κουνέλι]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγῐδεύς:''' έως ὁ зайчик или зайчонок Plut.
}}
}}

Revision as of 23:30, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγῐδεύς Medium diacritics: λαγιδεύς Low diacritics: λαγιδεύς Capitals: ΛΑΓΙΔΕΥΣ
Transliteration A: lagideús Transliteration B: lagideus Transliteration C: lagideys Beta Code: lagideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (λαγώς)

   A leveret, Plu.2.971d, Ael.NA7.47.    II rabbit, Str.3.2.6.

German (Pape)

[Seite 3] ὁ, 1) das Junge des Hafen, Ael. H. A. 7, 47. – 2) das Kaninchen, Strab. III, 144 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγῐδεύς: έως, ὁ, (λαγὼς) νεογνὸν λαγωοῦ, ὡς τὸ λυκιδεὺς ἐκ τοῦ λύκος, κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλούτ. 2. 971D. ΙΙ. κόνικλος, Στράβ. 144.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune lièvre, levreau, animal.
Étymologie: λαγώς.

Greek Monolingual

ο (Α λαγιδεύς, -έως) λαγώς
το νεογνό του λαγού, λαγουδάκι
αρχ.
το κουνέλι.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγῐδεύς: έως ὁ зайчик или зайчонок Plut.