Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ληναιών: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ληναιών:''' -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. [[μήνα]] <i>Γαμηλιῶνα</i>, κατά τη [[διάρκεια]] του οποίου γιορτάζονταν τα [[Λήναια]] (βλ. [[Διονύσια]])· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''Ληναιών:''' -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. [[μήνα]] <i>Γαμηλιῶνα</i>, κατά τη [[διάρκεια]] του οποίου γιορτάζονταν τα [[Λήναια]] (βλ. [[Διονύσια]])· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ληναιών:''' ῶνος ὁ ленеон, «месяц виноделия» (старинное название месяца [[Γαμηλιών]]) Hes.
}}
}}

Revision as of 23:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ληναιών Medium diacritics: Ληναιών Low diacritics: Ληναιών Capitals: ΛΗΝΑΙΩΝ
Transliteration A: Lēnaiṓn Transliteration B: Lēnaiōn Transliteration C: Linaion Beta Code: *lhnaiw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, name of a month in many Greek calendars, Hes.Op.504, SIG1014.94 (Erythrae), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ληναιών: -ῶνος, ὁ, ἀρχαῖον Ἰων. ὄνομα τοῦ ἑβδόμου Ἀττ. μηνὸς Γαμηλιῶνος, καθ’ ὃν τὰ ἐν Ἀθήναις Λήναια ἑωρτάζοντο (ἴδε ἐν λέξ. Διονύσια), ἀντιστοιχῶν περίπου πρὸς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Ἰανουαρίου καὶ τὸ πρῶτον τοῦ Φεβρουαρίου (κατὰ τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 502, ἔνθα σημειοῦται ὡς ὁ ψυχρότατος μήν. Παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Ἕλλησιν ἦτο ὁ πέμπτος μὴν τοῦ ἔτους.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
le mois Lénæon (postér. le mois Γαμηλιών) seconde moitié de janvier et première moitié de février.
Étymologie: Ληναῖος.

Greek Monolingual

Ληναιών, -ῶνος, ὁ (Α) Λήναι
αρχαία ιωνική ονομασία του έβδομου αττικού μήνα Γαμηλιώνος, κατά τον οποίο τελούνταν τα Λήναια και που αντιστοιχεί με το διάστημα από τα μέσα Ιανουαρίου ώς τα μέσα Φεβρουαρίου.

Greek Monotonic

Ληναιών: -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. μήνα Γαμηλιῶνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γιορτάζονταν τα Λήναια (βλ. Διονύσια)· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Ληναιών: ῶνος ὁ ленеон, «месяц виноделия» (старинное название месяца Γαμηλιών) Hes.