ἡμερολόγιον

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολόγιον Medium diacritics: ἡμερολόγιον Low diacritics: ημερολόγιον Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Transliteration A: hēmerológion Transliteration B: hēmerologion Transliteration C: imerologion Beta Code: h(merolo/gion

English (LSJ)

τό,
A calendar, Plu. Caes.59 (v.l. ἡμερολογεῖον):—also ἡμερολογικά, τά, Ptol.Phas.p.11 H.
II ἡμερολόγιον, τό = μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1166] τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v.l. ἡμερολογεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
calendrier.
Étymologie: cf. ἡμερολεγδόν, ἡμερολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολόγιον: v.l. ἡμερολογεῖον τό календарь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολόγιον: τό, βιβλίον ἐν ᾧ ἀναγράφονται αἱ ἡμέραι, «καλανδάρι», Πλούτ. Καίσ. 59 (διάφ. γραφὴ -λογεῖονὡσαύτως ἡμερο-λογικά, τά, Πτολεμ. ἐν Fabric. B. Gr. 2. 431.

Greek Monotonic

ἡμερολόγιον: τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἡμερο-λόγιον, ου, τό, λέγω
a calendar, Plut.