μαλάχη: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλάχη:''' [λᾰ], ἡ, το [[φυτό]] [[μολόχα]], Λατ. [[malva]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''μᾰλάχη:''' [λᾰ], ἡ, το [[φυτό]] [[μολόχα]], Λατ. [[malva]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλάχη:''' (λᾰ) ἡ бот. мальва Batr., Hes., Arph.
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλάχη Medium diacritics: μαλάχη Low diacritics: μαλάχη Capitals: ΜΑΛΑΧΗ
Transliteration A: maláchē Transliteration B: malachē Transliteration C: malachi Beta Code: mala/xh

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ,

   A mallow, Malva silvestris, Hes.Op.41, Batr.161, Pherecr.131.1 (pl.), Thphr.HP7.7.2,7.8.1, Mosch.3.99, etc.; σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ar.Pl.544:—also μολόχη, Epich.153, Antiph.158, Dsc.2.118 (cod. F).    2 μ. ἀγρία, = ἀλθαία 1, Thphr.HP9.15.5, Ps.-Dsc.3.146.    3 μ. κηπευτή tree-mallow, Lavatera arborea, Dsc.2.118, cf. Gal.6.628; μ. ἀποδενδρουμένη Thphr. HP1.3.2; ἄνθρακες -ης Xenocr. ap. Orib.2.58.48. (Perh. fr. μαλάσσω, because of its laxative properties, cf. Dsc. l.c., Plin.HN20.221; the relation to Lat. malva, Engl. mallow is uncertain.)

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλάχη: [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - βοτάνη χρησιμεύουσα ὡς τροφή, μάλιστα τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ μολόχη, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ μαλάσσω, ἕνεκα τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mauve, plante, etc.
Étymologie: p. *μαλάχϜη, de μαλάσσω ; cf. lat. malva, p. *malcva.

Greek Monolingual

η (Α μαλάχη)
το φυτό μολόχα
αρχ.
φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» — το φυτό αλθαία
β) «μαλάχη η κηπευτή» — το φυτό λαβατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ' επίδραση του μαλακός. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. mallūsh και με γεωργ. malokhi. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. μαλάσσω, λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται προφανώς σε λαϊκή ετυμολογία. Η ποικιλία του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (πρβλ. μολόχα)].

Greek Monotonic

μᾰλάχη: [λᾰ], ἡ, το φυτό μολόχα, Λατ. malva, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλάχη: (λᾰ) ἡ бот. мальва Batr., Hes., Arph.