μετοικισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοικισμός:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μετοικισμός:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστευση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετοικισμός:''' ὁ переселение Plut.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικισμός Medium diacritics: μετοικισμός Low diacritics: μετοικισμός Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: metoikismós Transliteration B: metoikismos Transliteration C: metoikismos Beta Code: metoikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A emigration, Plu.Publ.22, Agis11.

German (Pape)

[Seite 161] ὁ, das Versetzen in einen andern Wohnsitz, das Uebersiedeln; auch das Umziehen, Plut. Agis 11, oft.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικισμός: -οῦ, ὁ, μετοικία, μετοίκησις, Πλουτ. Ποπλικ. 22, Ἆγις 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
émigration.
Étymologie: μετοικίζω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μετοικισμός) μετοικίζω
μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.).

Greek Monotonic

μετοικισμός: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστευση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετοικισμός: ὁ переселение Plut.