μετατρέχω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, [[τρέχω]] το κατόπι, [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το [[πάρεις]] από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μετατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, [[τρέχω]] το κατόπι, [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το [[πάρεις]] από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετατρέχω:''' бежать за (чем-л.), спешно доставать (τι [[παρά]] τινος Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. -θρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—
A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al. II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.
German (Pape)
[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
Greek (Liddell-Scott)
μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre.
Étymologie: μετά, τρέχω.
Greek Monolingual
μετατρέχω (ΑΜ)
τρέχω πίσω από κάτι, ζητώ, αναζητώ
μσν.
1. ξανατρέχω
αρχ.
1. τρέχω για να φέρω κάποιον ή κάτι
2. αλλάζω κατοικία, μετοικώ.
Greek Monotonic
μετατρέχω: μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετατρέχω: бежать за (чем-л.), спешно доставать (τι παρά τινος Arph.).