μυθιήτης: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθιήτης:''' ου ὁ Anacr. v. l. = *[[μυθίτης]].
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθῐήτης Medium diacritics: μυθιήτης Low diacritics: μυθιήτης Capitals: ΜΥΘΙΗΤΗΣ
Transliteration A: mythiḗtēs Transliteration B: mythiētēs Transliteration C: mythiitis Beta Code: muqih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, in pl.,

   A = στασιασταί, στασιῶται, Anacr.16 (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος 111); in sg., οὐ μ., οὐ δικασπόλος κεῖνος (sc. Νίνος) Phoen.1.7.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθητής; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = στασιώτης. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν θυητής.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθιήτης: ἴδε μυθίτης.

Greek Monolingual

μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. της λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].

Russian (Dvoretsky)

μῡθιήτης: ου ὁ Anacr. v. l. = *μυθίτης.