ναρκάω: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>νάρκησα</i>· [[γίνομαι]] [[άκαμπτος]], καθίσταμαι [[δυσκίνητος]] ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. | |lsmtext='''ναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>νάρκησα</i>· [[γίνομαι]] [[άκαμπτος]], καθίσταμαι [[δυσκίνητος]] ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναρκάω:''' цепенеть, коченеть (ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ Plut.): νάρκησε [[χείρ]] Hom. бессильно повисла рука; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[στόμα]] ν. Plat. остолбенеть и онеметь; ν. ποιεῖν Plat. приводить в состояние оцепенения, оглушать. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. -ήσω LXX Da.11.6:—
A grow stiff or numb, χεὶρ νάρκησε Il.8.328; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Pl.Men.80b; ψυχῆς ναρκώσης Democr.290; τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ Epicur.Sent.Vat.11; τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν LXX Ge.32.32(33); χεὶρ νεναρκηκυῖα J.AJ8.8.5; of the numbness caused by the fish νάρκη, Arist.HA620b19, cf. Pl.Men. 84b; ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Theoc.27.51.
German (Pape)
[Seite 229] starr, gelähmt werden, erstarren; νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ, Il. 8, 328, die Hand wurde gelähmt od. erstarrte, weil die Sehnen an der Handwurzel durchschnitten waren; ναρκᾶν ποιεῖ, macht erstarren, Plat. Men. 80 a; ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, ib. b; so auch A.; ἔλαφος γυῖα ναρκήσας, Babr. 46, 1; bei Ath. ist von dem Fische νάρκη gesagt ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιεῖ, VII, 314 c; von der Wirkung der Kälte, ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ τὸ πήγνυσθαι καὶ ναρκᾶν ἐπιγίγνεται, Plut. de prim. frig. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ναρκάω: γίνομαι δυσκίνητος, ναρκοῦμαι, Λατ. torpere, χεὶρ νάρκησε Ἰλ. Θ. 328· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Πλάτ. Μένων 80Β, πρβλ. 48Β· ἐπὶ τῆς ἀναισθησίας ἣν προξενεῖ ὁ ἰχθὺς νάρκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3· ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Θεόκρ. 27. 50· πρβλ. μαλκίω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être engourdi.
Étymologie: νάρκη.
English (Autenrieth)
only aor., νάρκησε, was palsied, Il. 8.328†.
Greek Monotonic
ναρκάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ νάρκησα· γίνομαι άκαμπτος, καθίσταμαι δυσκίνητος ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ναρκάω: цепенеть, коченеть (ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ Plut.): νάρκησε χείρ Hom. бессильно повисла рука; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ν. Plat. остолбенеть и онеметь; ν. ποιεῖν Plat. приводить в состояние оцепенения, оглушать.