νειόθι: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νειόθῐ:''' ([[νέος]]), Ιων. αντί <i>νεόθι</i>, επίρρ., στο [[βάθος]], κατά [[βάθος]]· [[δάκε]] [[νειόθι]] θυμόν, τον κέντρισε στο [[βάθος]] της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., [[νειόθι]] λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νειόθῐ:''' ([[νέος]]), Ιων. αντί <i>νεόθι</i>, επίρρ., στο [[βάθος]], κατά [[βάθος]]· [[δάκε]] [[νειόθι]] θυμόν, τον κέντρισε στο [[βάθος]] της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., [[νειόθι]] λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νειόθῐ:''' <b class="num">I</b> adv. до глубины: ν. θυμόν Hes. до глубины души.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. в глубине (λίμνης Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. Adv. (cf. νέατος A)
A at the bottom, δάκεν δέ ἑ ν. θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.Th.567: c. gen., ν. λίμνης Il.21.317. 2 under, beneath, opp. ὑψόθι, A.R.2.355; in stooping posture, Id.3.706: c. gen., ν. γαίης Id.1.63, cf. Arat.89. [ι is rarely elided, as in Nic.Al.520.]
German (Pape)
[Seite 236] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; νειόθι λίμνης, Il. 21, 317; δάκε νειόθι θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., νειόθι γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.
Greek (Liddell-Scott)
νειόθῐ: Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., (νέος) ἐν τῷ βάθει, κατὰ βάθος, δάκε νειόθι θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., νειόθι λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) ὑποκάτω, κάτω, ἀντίθετον τῷ ὑψόθι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
French (Bailly abrégé)
adv.
ion.
au fond de, gén..
Étymologie: νέος, -θι.
English (Autenrieth)
(νέος): below; λίμνης, ‘down in the depths of the sea,’ Il. 21.317†.
Greek Monolingual
νειόθι (Α)
επίρρ. ιων. τ.
1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.)
2. κάτω, από κάτω («νειόθ' ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. κυκλό-θι, ουρανό-θι)].
Greek Monotonic
νειόθῐ: (νέος), Ιων. αντί νεόθι, επίρρ., στο βάθος, κατά βάθος· δάκε νειόθι θυμόν, τον κέντρισε στο βάθος της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., νειόθι λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νειόθῐ: I adv. до глубины: ν. θυμόν Hes. до глубины души.
II praep. cum gen. в глубине (λίμνης Hom.).