νύμφευμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύμφευμα:''' -ατος, τό, ([[νυμφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γάμος]], [[συζυγία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· <i>καλὸν νύμφευμά τινι</i>, «καλό [[ταίρι]] για κάποιον», σε Ευρ.
|lsmtext='''νύμφευμα:''' -ατος, τό, ([[νυμφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γάμος]], [[συζυγία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· <i>καλὸν νύμφευμά τινι</i>, «καλό [[ταίρι]] για κάποιον», σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύμφευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> pl. свадьба, брак Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> невеста или жена Eur.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύμφευμα Medium diacritics: νύμφευμα Low diacritics: νύμφευμα Capitals: ΝΥΜΦΕΥΜΑ
Transliteration A: nýmpheuma Transliteration B: nympheuma Transliteration C: nymfevma Beta Code: nu/mfeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A marriage, espousal, in pl., τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al.    II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.

German (Pape)

[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.

Greek Monolingual

νύμφευμα, τὸ (Α) νυμφεύω
1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.)
2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.).

Greek Monotonic

νύμφευμα: -ατος, τό, (νυμφεύω
I. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ.
II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύμφευμα: ατος τό1) pl. свадьба, брак Soph., Eur.;
2) невеста или жена Eur.