ὁμίλημα: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμίλημα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[ὁμιλέω]]), [[σχέση]], [[συναναστροφή]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὁμίλημα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[ὁμιλέω]]), [[σχέση]], [[συναναστροφή]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμίλημα:''' ατος (ῑ) τό общение, связь или знакомство (ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b. II of a person, κακὸν ὁ. bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet d’entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.
Greek Monolingual
το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὁμίλημα: [ῑ], -ατος, τό (ὁμιλέω), σχέση, συναναστροφή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμίλημα: ατος (ῑ) τό общение, связь или знакомство (ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Plat.).