ὀρείκτιτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(29)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>κτιτος</i>].
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>κτιτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρείκτῐτος:''' Pind. v. l. = [[ὀρικτίτης]].
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείκτῐτος Medium diacritics: ὀρείκτιτος Low diacritics: ορείκτιτος Capitals: ΟΡΕΙΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: oreíktitos Transliteration B: oreiktitos Transliteration C: oreiktitos Beta Code: o)rei/ktitos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος
   1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].

Russian (Dvoretsky)

ὀρείκτῐτος: Pind. v. l. = ὀρικτίτης.