ὁμονοητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμονοητικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-ικῶς ἔχειν</i>, έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[φρονώ]] το ίδιο, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμονοητικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-ικῶς ἔχειν</i>, έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[φρονώ]] το ίδιο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμονοητικός:''' <b class="num">1)</b> проникнутый единодушием ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> гармоничный, стройный ([[ψυχή]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμονοητικός Medium diacritics: ὁμονοητικός Low diacritics: ομονοητικός Capitals: ΟΜΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homonoētikós Transliteration B: homonoētikos Transliteration C: omonoitikos Beta Code: o(monohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A conducing to agreement, in harmony, ψυχή, βίος, Pl.R.554e, Phdr.256b : Comp., Arist.Pol.1330a18. Adv. -κῶς, λέγειν Id.GC323b3 ; ἔχειν to be of one mind, περὶ χρόνου Id.Ph.251b14 ; περί τι Pl.Phdr.263a ; ἔν τισι ὁ. διακεῖσθαι Id.R.603c.

German (Pape)

[Seite 338] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; βίος, Plat. Phaedr. 256 b; ψυχή, Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Ggstz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμονοητικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμ. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime ou favorise la concorde.
Étymologie: ὁμονοέω.

Greek Monolingual

ὁμονοητικός, -ή, -όν (Α) ομονοώ
1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν
ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια.
επίρρ...
ὁμονοητικῶς (Α)
1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια («ὁμονοητικῶς λέγειν», Αριστοτ.)
2. φρ. «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε σύμπνοια με κάποιον.

Greek Monotonic

ὁμονοητικός: -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε συμφωνία, σε αρμονία, σε Πλάτ.· επίρρ. -ικῶς ἔχειν, έχω την ίδια γνώμη, φρονώ το ίδιο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμονοητικός: 1) проникнутый единодушием (βίος Plat.);
2) гармоничный, стройный (ψυχή Plat.).